- ἐναποδύομαι
- ἐναπο-δύομαι, [voice] Pass. with [tense] pf. [voice] Act.,A strip in a place, Him.Or.17.2, Men.Prot.p.1 D., Agath.Praef.p.132D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποδύομαι — ἐναποδύομαι (AM) 1. αποδύομαι, εκδύομαι, γδύνομαι σε κάποιον τόπο («ταῑς παλαίστραις ἐναποδύεσθαι», Ιμέρ.) 2. μτφ. ετοιμάζομαι για αγώνα, για δύσκολο έργο («ἐναπεδύσω ἀνδρικῶς πρὸς τοὺς ἀγῶνας», Μηναία) … Dictionary of Greek